- ὀλιγοχρονία
- ὀλιγο-χρονία, ἡ, kurze Zeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὀλιγοχρονία — ὀλιγοχρονίᾱ , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem nom/voc/acc dual ὀλιγοχρονίᾱ , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρόνια — ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc pl ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονίας — ὀλιγοχρονίᾱς , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem acc pl ὀλιγοχρονίᾱς , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… … Dictionary of Greek